- ἀνόητον
- ἀνόητοςnot thought onmasc/fem acc sgἀνόητοςnot thought onneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τἀνόητον — ἀνόητον , ἀνόητος not thought on masc/fem acc sg ἀνόητον , ἀνόητος not thought on neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αθερές — ἀθερές, το (Α) κατά τον Ησύχιο, «ἀνόητον, ἀνόσιον, ἀκριβές» … Dictionary of Greek
θρησκεύω — (ΑΜ θρησκεύω) 1. νεοελλ. (μέσ. θρησκεύομαι) εκτελώ τα θρησκευτικά μου καθήκοντα, πιστεύω στα δόγματα τής θρησκείας και μετέχω στα μυστήρια ή στις τελετές μσν. αρχ. 1. θεωρώ ως ιερό, λατρεύω 2. πιστεύω, αποδέχομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Εφόσον το επίθ. θρήσκος … Dictionary of Greek
ονάς — (I) ὀνάς, ἡ (Α) [όνος] θηλυκός όνος. (II) ὀνᾱς (Α) [όνος] (κατά τον Ησύχ.) «δοῡλον, ἀνόητον, ἀχρεῑον» … Dictionary of Greek
dher-2, dherǝ- — dher 2, dherǝ English meaning: to hold, support Deutsche Übersetzung: “halten, festhalten, stũtzen” Material: O.Ind. dhar “hold, stop, bear, carry, prop, support, receive, hold upright “ (present mostly dhüra yati; perf. dadhü… … Proto-Indo-European etymological dictionary